- φαιρίδδω
- Α(κατά τον Ησύχ.) βλ. σφαιρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφαιρίζω — ΝΜΑ, και λακων. τ. φαιρίδδω Α [σφαῑρα] παίζω σφαίρα, παίζω μπάλα («οἱ παῑδες οἱ σφαιρίζοντες», Πλάτ.) αρχ. παθ. σφαιρίζομαι α) ρίχνομαι και κυλιέμαι σαν μπάλα β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτυμπανίσθησαν, ἐκρεμάσθησαν, ἐσφαιρίσθησαν» … Dictionary of Greek